-
1 πλάγιος
A placed sideways, athwart,τριήρεις Th.7.59
, etc.; π. φορά oblique motion, Pl.Ti. 39a ; opp. ἀντία (direct), ib. 43e ; πλάγιον θεῖναί τι, opp. ὀρθόν, X.Oec.19.9 ; l.c.; μαστοὶ π. pointing sideways, Arist.PA 688a35 : Geom., π. διάμετρος transverse diameter, Apollon.Perg.Con.1 Def.1.5 ; π. πλευρά ib.1.14; τὰ π., of the regions round the celestial poles, as being transverse to the diurnal rotation, Arist.Cael. 285b12 ; horizontal,μεσηγὺ δύο στύλων στρωτῆρα π. εὖ προσδῆσαι Hp.Art.7
;πλάγι' ἐστὶ τἄλλα, τοῦτο δ' ὀρθὸν θηρίον Philem.3
; of window bars, opp. ἀντία, PCair.Zen.663.8 (iii B. C.); so ξύλον κρεμάσαι π. Paul.Aeg.6.99 ; π. Σελήνη, opp. ὀρθή, Cat.Cod.Astr.8(3).174; πλαγία φάλαγξ an army in march with extended front, transverse to the direction of march, Ascl.Tact.10.1, 11.1; also of ships,π. παραβάλλουσαι ἀλλήλαις Plb.1.22.9
;παρεδίδου π. [τὰς τριήρεις] τοῖς Ἕλλησι Plu.Them.14
;π. ὥσπερ πνεύματι παραδιδοὺς ἑαυτόν Id.2.28d
.2 πλάγια, τά, sides, flanks,τῆς Σκυθικῆς Hdt.4.49
; τὸ π., of the body, Arist.PA 657b21, IA 713b31.b esp. in military sense, τοῖς π. ἐπιέναι attack the flanks, Th.4.32 ; εἰς τὰ π. παραγαγεῖν, παραπέμψαι, to make an army file off right and left, X.An.3.4.14, 6.3.15 ; π. λαβεῖν τοὺς πολεμίους to take the enemy in flank, Id.Cyr.7.1.26, etc.;π. παραπορεύεσθαι Plb.6.40.7
.3 of ground, sloping, Gp.2.46.2.4 freq. with Preps. in adv. sense, εἰς τὸ π. sideways, [ῥὶς] ἐς τὸ π. κατάγνυται Hp.Art. 38
;δρέπανα εἰς π. ἀποτεταμένα X.An.1.8.10
;ἐς τὰ π. παραπλέοντες Th.7.40
; opp. εἰς τὸ ἀντίον, X.Eq.12.12 ; εἰς πλάγια, opp. καταντικρύ, Pl.Tht. 194b ; ἐκ πλαγίου, opp. καταντικρύ, Id.R. 598a ; ἐκ πλαγίου in flank, esp. in military sense, Th.4.33, 7.6, X.HG6.5.26 ; ἐκ τῶν π. Arist.Mete. 377b29; ἐκ π. Id.Pr. 912b28;ἐκ πλαγίων τῆς σκηνῆς LXX Nu.3.29
;ἐκ πλαγίας Arist.Mete. 372a11
; ἐν τῷ π. ib. 378a3 ; ἐπὶ τὸ π. Id.IA 712b17; πρόσθεν ἢ κατὰ <τὰ> πλάγια in front or in flank, X. Cyr.5.2.1: regul.Adv. - ίως rare, Aen.Tact.32.2 (cj.), Arist.Mech. 850b37, Luc.Symp.47 : neut. πλάγιον as Adv., Inscr.Prien.363.13 (iv B. C.), al.II metaph., crooked, treacherous,φρένες Pi.I.3.5
;σὺν πλαγίῳ κόρῳ στείχοντα Id.N.1.64
;πλάγια φρονεῖν E.IA 332
;πλάγιοι ταῖς ψυχαῖς Plb.4.8.11
; π. ἐν τῷ πολέμῳ wavering, Id.30.1.6, etc.; προβλήματα π. involving arrière-pensée, Hermog.Inv.4.13. Adv. - ίως, χρώμενοι ταῖς διαβολαῖς Plu.2.856c
; but simply, indirectly, by implication, Ph.2.173 ; with an innuendo, Plu.2.205b.III Gramm., πτῶσις πλαγία oblique case, Stoic.2.60: freq. in pl., D.H.Comp.6, A.D.Pron. 23.1,al., S.E.M.1.177.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλάγιος
-
2 ἀκρωτηριάζω
ἀκρωτηριάζω, 1) die äußersten Gliedmaßen abschneiden, τὰς ῥῖνας Athen. XII, 524 d: τῶν ἑρμῶν ἀκρωτηριασϑέντων τὰ πρόσωπα Plut. Alc. 18; überh. verstümmeln, Pol. 5, 54, 10; Her. 3, 59 von Schiffen, τὰς πρώρας ἠκρωτηρίασαν. – Med., Xen. Hell. 6, 2, 36 τὰς τριήρεις ἀκρωτηριασάμενος; Dem. 18, 296 ἠκρωτηριασμένοι τὰς πατρίδας. – 2) ein Vorgebirge bilden, Strab. I, 2, 291 Pol. 4, 45, 2.
-
3 ανασπαω
поэт. ἀνσπάω1) тянуть наверх, вытягивать, вытаскивать(σπυρίδα Her.; ὕδωρ Thuc.; ἀγκύρας Polyb.)
2) выдергивать, извлекать(βύβλον ἐκ τῶν ἑλέων Her.; med. ἔγχος ἐκ χροός Hom.)
3) вытаскивать на берег(τὰς τριήρεις Thuc.)
4) втягивать, всасывать, впитывать(αἷμα Aesch.; ποτόν Arst.)
5) взламывать, ломать, разрушать(σκηνήν Her., Plut.; τύμβους Eur.; πυλίδας Polyb.)
ἀ. τὰς πράξεις τινός Plut. — расстраивать чьи-л. дела6) стаскивать, срывать7) утаскивать, уносить(τὸν τρίποδα τὸν μαντικόν Plut.)
; силой уводить(τινα Luc.)
8) отдергивать назад(τέν χεῖρα Arph.)
9) (высоко) подниматьἀ. τὰς ὀφρῦς Arph., Dem., τὸ πρόσωπον Xen. или τὰ μέτωπα Arph. — поднимать брови, морщить лоб;
λόγος ὀφρῦν ἀνασπῶν Plut. — грозная речь -
4 ἀκρωτηριάζω
A cut off ἀκρωτήρια, of ships, τὰς πρῴρας ἠκρωτηρίασαν cut the beaks off the prows, Hdt.3.59:—so in [voice] Med.,τὰς τριήρεις ἀκρωτηριασάμενος X.HG6.2.36:—[voice] Pass., Ath.12.535d.
2 of persons, cut off hands and feet, mutilate, Plb.5.54.10, etc.; ῥῖνα, πρόσωπον, Clearch. 8, Plu.Alc.18; χεῖρας σὺν αὐτοῖς τοῖς βραχίοσιν D.S.34.8; ὄργανον, of circumcision, Ph.2.211; μηδὲν ἀκρωτηριάσῃς ἐνθάδε, Inscr. on statue, CIG6855:—so in [voice] Med., μέλη LXX 4 Ma.18.20: inetaph., ἠκρωτηριασμένοι τὰς πατρίδας D.18.296; ἀ. τὴν ἀρετήν τινος Max.Tyr. 5.8.
4 metaph., mutilate, maim, τῇ συγκοπῇ τὸ μέγεθος Longin.39.4; πρᾶγμα POxy. 237 vi 7 (ii A. D.); θείαν φύσιν Heraclit.All.26.
II intr., form a promontory, jut out like one, Plb.4.43.2, Str.2.1.40.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκρωτηριάζω
-
5 καθ-έλκω
καθ-έλκω (s. ἕλκω), herunter-, herabziehen; Schiffe aufs Meer, Ar. Eccl. 197; τὰς ναῦς εἰς τὴν ϑάλατταν Plat. Legg. IV, 706 d; πλοῖον μακρόν Isocr. 4, 118; καϑεῖλκον τὰς τριήρεις Xen. An. 7, 1, 19. Nur praez. u. impf. u. fut. καϑέλξω, von der Wagschaale Ar. Ran. 1394; aor. act. u. pass. von καϑελκύω.
-
6 ἐμ-βιβάζω
ἐμ-βιβάζω, hinein-, hinaufsteigen lassen, führen, bringen; εἰς ὄχημα Plat. Tim. 41 e; εἰς πλοῖον Ep. VII, 329 e; τοὺς πολίτας εἰς τὰς τριήρεις Plut. Them. 7; Thuc. 1, 53; Xen. An. 5, 7, 8 u. sonst, auch ohne einen Zusatz; im med., Hell. 5, 1, 19; ναυσί, Sp.; τὰς δυνάμεις εἰς Μακεδονίαν Plut. Ant. 7; auch τινὰ τῇ Ἑλλάδι, Paus. 10, 9, 1; – εἰς τὸ λῷστον ἴχνος, leiten, Eur. Herc. Fur. 856; vgl. Plat. Theaet. 193 c; εἰς τοὺς ὑπὲρ τούτου λόγους Dem. 19, 97; αὐτοὺς εἰς ἀπέχϑειαν, sie verfeinden, Pol. 16, 38, 1; – εἰς τὴν δικαιοσύνην, dazu anleiten, unterweisen, Xen. Oec. 14, 4; εἰς ἐπιστήμην Iambl.
-
7 ακρωτηριαζω
1) отрубать, отсекать(τὰς πρῴρας τῶν νεῶν Her.)
2) med. обрубать, лишать носовой части(τὰς τριήρεις Xen.)
3) увечить, обезображивать(πολλοὺς τῶν Σελευκέων Polyb.; τὸ σῶμά τινος Plut.)
οἱ ἑρμαῖ ἀκρωτηριασθέντες τὰ πρόσωπα Plut. — статуи Гермеса с обезображенными лицами4) образовать мыс, выдаваться в виде мыса -
8 προσσταυρόω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσσταυρόω
-
9 ἐπισκευάζω
A (iii B.C.):— get ready, ([voice] Pass.); ἐ. ναῦν refit, Th.1.29, etc.; ἐ. ἵππους saddle, equip them, X.HG5.3.1 (s.v.l.):—[voice] Med., ἐπισκευάσασθαι ναῦς have them refitted, Th.7.36; ἐ. ὑποζύγια have them packed, pack them, X. HG7.2.18.2. τὰ χρήματα ἐφ' ἁμαξῶν ἐπισκευάσαι pack them upon.., Id.Cyr.7.3.1.3. [voice] Med., provide oneself with necessaries for a journey, Act.Ap.21.15.II. make afresh, repair, restore,τὰ τείχη Th.7.24
; τὸν ναόν Inscr. ap. X.An.5.3.13;τὰς τριήρεις And.3.14
, cf. Lys.Fr.34;τὰς ὁδούς D.3.29
:—[voice] Med.,πόλιν παλαιὰν ἐ. διεφθαρμένην Pl.Lg. 738b
:—[voice] Pass., PPetr.2pp.34,62 (iii B.C.).2. metaph., reconstruct, [ τὴν διαλεκτικήν] Arist.Rh. 1359b15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισκευάζω
-
10 προς-σταυρόω
προς-σταυρόω, mit Pallisaden umgeben; Thuc. 4, 9, τὰς τριήρεις, die aufs Land gezogenen Schiffe; τάφρους, App. B. C. 5, 33.
-
11 παρα-τρέχω
παρα-τρέχω (s. τρέχω), 1) daneben vorbei- oder vorüberlaufen, Il. 10, 350. 22, 157, beide Male im aor. παρέδραμον; Ar. Vesp. 1452 u. Folgde; auch übertr., μὴ ταχὺ λίαν παραδραμεῖν, Isocr. 4, 73, schnell über Etwas hingehen; dah. auch übergehen mit Stillschweigen, μὴ παραδραμεῖν, ἀλλὰ ποιήσασϑαι περὶ αὐτοῦ τὴν ἁρμόζουσαν μνήμην Pol. 10, 43, 1, u. Sp.; – entgehen, unbemerkt bleiben, οὐ παρατρέχει αὐτοὺς ἡ διαφορά, ἀλλ' ἐπισημαίνονται τὸ γιγνόμενον, Pol. 6, 6, 4. 10, 40, 5. – Von der Zeit, vorübergehen, τριῶν ἡμερῶν παραδραμουσῶν, Hdn. 2, 12, 7. – 2) im Laufe überholen, τινὰ πόδεσσιν, Il. 23, 636; übh. übertreffen, Eur. Herc. f. 1019; ὁ τὸν μισϑὸν λέγων, τὸν τὰς τριήρεις παραδραμὼν ἂν ῴχετο, Ar. Equ. 1353; ὀλίγῳ χρόνῳ τοσοῦτον παρέδραμε τοὺς καϑ' ἑαυτόν, Pol. 32, 15, 12, vgl. ib. 11, 2; Plut. u. a. Sp. – 3) hinzulaufen, Plut. Artax. 11. – Den aor. παραϑρέξας hat Ap. Rh. 3, 955, wie Posidipp. (Plan. 275).
-
12 ἅρπαγμα
-
13 αποστρεφω
1) отводить в сторону, отворачивать(τέν ὄψιν Plut.)
λόγοι ἀπεστραμμένοι Her. — презрительные речи2) поворачивать, направлять(τέν διάνοιαν πρός τι Plut.)
3) поворачивать обратно(νῆας Hom.; ἄρματα εἰς φυγήν Xen.; τὰς τριήρεις Plut.)
4) делать поворот(ἀποστρέψας ῥέει τὸ μέσον, sc. ὅ ποταμός Her.; τἀναντία ἀποστρέψαι Xen.)
5) возвращаться(ὀπίσω Her.; πάλιν Soph.; ἀποστρέψαντες ἀγγέλλουσι Thuc.)
6) сворачиватьαἱ νῆες ἀπεστράφατο τοὺς ἐμβόλους Her. — у кораблей были сбиты носовые части;
7) отсылать обратно, возвращать(τινά Thuc.)
8) отзывать обратно(τινὰ ἐξ ἰσθμοῦ Xen.)
9) обращать в бегство(Ἀχαιούς Hom.; ἀποστραφέντες φεύγουσιν Polyb.)
10) (пред)отвращать, отклонять, отводить(πῆμα νόσου Aesch.; ἀντιδικῶν δίκην Arph.)
ἀποστραφῆναί τινος Xen. — отложиться (отпасть) от кого-л.11) отговаривать(τινά τινος Xen.)
-
14 εντερονεια
-
15 καταφλεγω
-
16 περικομιζω
переводить, вводитьἐν τῷ λιμένι περικομίζεσθαι Thuc. — крейсировать в порту -
17 προσσταυροω
-
18 μυλών
A mill-house, Th.6.22, Inscr.Délos445.22 (ii B.C.); εἰς μ. καταβαλεῖν to condemn [a slave] to work the mill, E.Cyc. 240;εἰς μ. ἐμπεσεῖν Lys.1.18
;ἐν τῷ μ. εἶναι D.45.33
, cf. Din.1.23;μ. καὶ πέδαι Men.Her.3
;ἄξιοι δεσμωτηρίου καὶ μυλῶνος Ph.1.623
; Κηφισόδοτος τὰς τριήρεις ἐκάλει μυλῶνας ποικίλους painted mills, Arist.Rh. 1411a24. (Sts. parox. in codd., as Arist. l. c., Ph. l. c., Luc.Vit.Auct.27, Poll.7.19, but cf. Hdn. Gr.1.30.) -
19 ἀντίπρῳρος
ἀντίπρῳρος, ον,A with the prow towards,ἀ. τοῖσι βαρβάροισι γενόμενοι Hdt.8.11
; ; [ἐμβολαῖς] μὴ ἀντιπρῴροις χρῆσθαι not to charge prow to prow, Id.7.36; τὸ ἀ. ξυγκροῦσαι ibid.; ἀ. ἐμβάλλεσθαι ib.34;τῶν πολεμίων ἀ. ἐφορμούντων Id.8.75
; of ships, ready for action, ib.53;ἀ. καταστῆσαι τὰς τριήρεις X.HG6.2.28
; τὸ στράτευμα ἀ. ὥσπερ τριήρη προσῆγε ib.7.5.23.2 face to face,τάδ' ἀντίπρῳρα.. βλέπειν πάρεστ' S.Tr. 223
(lyr.); κατ' ἀντίπρῳρα ναυστάθμων in front of them, E.Rh. 136 (lyr.); de Ira Fr.27B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντίπρῳρος
-
20 ἀφέλκω
A (lyr.): [tense] aor. ἀφείλκῠσα (v. infr.): [tense] pf.ἀφείλκῠκα M.Ant.3.6
:— drag away,ἱκέτας ἐκ τοῦ ἱροῦ Hdt.3.48
, cf. S.OC 844, E.Heracl. 113;πῶλον ἀπὸ μαστῶν Id.Hec. 142
(lyr.);τινὰς ἀπὸ τέκνων καὶ γονέων καὶ γυναικῶν Lys.12.96
; drag a speaker from the βῆμα, Pl.Prt. 319c; ἀ. τὰς τριήρεις drag or tow ships away, Th.2.93, cf. 7.53,74; draw aside, divert,ἐπὶ τὰ ἡδέα X.Mem.4.5.6
; τὸ δέρμα ἀ. to draw it off, Hp.Art. 11:—[voice] Pass., ibid.2 [voice] Med., τοῦ δόρατος ἀφελκύσωμαι τοὔλυτρον let me draw off the sheath from.., Ar.Ach. 1120.
См. также в других словарях:
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
ενναυπηγούμαι — ἐνναυπηγοῡμαι, έομαι (Α) ναυπηγούμαι, κατασκευάζομαι σε έναν τόπο («τὰς τριήρεις πρῶτον ἐν Κορίνθῳ... ἐνναυπηγηθῆναι», Θουκ.) … Dictionary of Greek
υπονοστώ — έω, ΜΑ πηγαίνω πίσω, επανέρχομαι, επιστρέφω («ἔδοξεν αὖθις ὑπονοστεῑν καὶ κατασκήπτειν εἰς τὰς τρίηρεις», Πλούτ.) μσν. εκκλ. (για την ανθρώπινη φύση μετά από τη λύτρωση) ανακτώ την αρχική μορφή μου αρχ. 1. (για σωρό ξύλων) υποχωρώ προς τα κάτω… … Dictionary of Greek
Trirreme — El trirreme (en griego τριήρης/triếrês en singular, τριήρεις en plural) era una nave de guerra inventada probablemente en el siglo VII a. C., desarrollada a partir del pentecóntero. Más corto que su predecesor, era un barco con una vela … Wikipedia Español
ANTIPHON — quidam scripsit librum περὶ τῶ εν ἀρετῇ πρωτευσάντων, e quo Laertius Diogenes, l. 8. Pythagorae vitam illustrat. Citat eundem, sed περὶ τȏυ βίου τῶ εν ἀρετῇ πρωτευσάντων, Porphyrius, in Vita Pythagorae, et ex illo Cyrillus, l. 10. contra Iulianum … Hofmann J. Lexicon universale
συντίθημι — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυντίθημι και συντιθῶ, έω, Α [τίθημι] νεοελλ. (μόνο το μέσ.) συντίθεμαι σύγκειμαι, αποτελούμαι («το έργο είναι συντεθειμένο από πολλά μέρη») μσν. αρχ. 1. συνενώνω («φύσις πυρὸς... συνετέθη τῇ φύσει τοῡ σιδηροῡ», Λεόντ. Ιερ.) 2.… … Dictionary of Greek
χάλκωμα — το, ΝΜΑ, και χάρκωμα Ν, και χάλχωμα Α [χαλκῶ] σκεύος ή εργαλείο ή άλλο αντικείμενο κατασκευασμένο από χαλκό νεοελλ. (στον πληθ. με περιλπτ. σημ.) τα χαλκώματα α) χάλκινα μαγειρικά σκεύη, κν. μπακίρια β) το σύνολο τών σκευών που δίνονται στην νύφη … Dictionary of Greek